-
1 интернационалист
См. также в других словарях:
εθνιστής — ο 1. αυτός που αγαπάει το έθνος του και πιστεύει στη συμβολή του στον πολιτισμό. 2. ο εθνικόφρονας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)